γάδαρος

γάδαρος
ο (θηλ. γαδάρα, η)
βλ. γάιδαρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γάδος — ο (Α γάδος) ο μπακαλιάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ομοιότητα της λ. γάδος με τα γάδαρος, γαϊδάριον, γάιδαρος είναι συμπτωματική και η υποστηριχθείσα ετυμολογική τους σύνδεση δεν έχει ισχυρή βάση. Το ότι το είδος αυτό του ψαριού ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ …   Dictionary of Greek

  • catâr — CATẤR, catâri, s.m. Animal domestic, hibrid rezultat din împerecherea măgarului cu iapa sau a armăsarului cu măgăriţa (Equus mullus). ♦ fig. Om încăpăţânat. – Din tc. katır. Trimis de valeriu, 11.01.2005. Sursa: DEX 98  CATÂR s. (zool.; Equus… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”